- Ἡλιοσέραπις
- Ἡλιο-σέρᾱπις, ιδος, ὁ, an Egyptian divinity, IG14.2405.48 ([place name] Puteoli).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ηλιοσέραπις — Ἡλιοσέραπις, ιδος, ό, ἡ (Α) θεότητα τής Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + Σέραπις, μτγν. τ. τού Σάραπις «θεότητα τής Αιγύπτου»] … Dictionary of Greek